- πιέντρα
- η, Νιατρ. ασθένεια τών τριχών και τού τριχωτού μέρους τής κεφαλής που χαρακτηρίζεται από εξογκώματα και οφείλεται σε παρασιτικό μύκητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piedra < ισπαν. piedra < λατ. petra < πέτρα].
Dictionary of Greek. 2013.